- στρώνω
- ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό 'στρωσε» — ενν. το χιόνιγ. «έστρωσαν το πεζοδρόμιο με πλάκες» δ. «μυρσίνῃσι στορνύντες τὴν ὁδόν», Ηρόδ.ε. «τὸ γὰρ αἴθριον οὐκ εἰς ἔδαφος ἄγονον μάλιστα λίθων πλαξὶ λείαις ἐστρωμένην», Λουκιαν.)2. (με ή χωρίς τις λ. κρεβάτι ή κλίνη) τοποθετώ ή τακτοποιώ τα σκεπάσματα τού κρεβατιού, ετοιμάζω το κρεβάτι (α. «στρώνω το κρεβάτι» β. «στρώσε το στρώμα σου για δυο» γ. «κλίνην στρώσαντες ὡς εἶχον κάλλιστα», Ηρόδ.δ. «χαμάδις στορέσας», Ομ. Οδ.)3. (το ενεργ. στη νεοελλ. και το παθ. στην αρχ.) (για δωμάτια) σκεπάζω το πάτωμα με στρωσίδια (α. «έστρωσα χθες το σπίτι» β. «ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἔτοιμον», ΚΔ)4. διασπείρω με αφθονία ένα υλικό σε μια επιφάνεια (α. «έστρωσαν τον δρόμο με λουλούδια» β. «πολλοὶ δὲ τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἔστρωσαν εἰς τὴν ὁδόν», ΚΔ)νεοελλ.1. μτφ. βελτιώνω, συμμορφώνω, διορθώνω («είναι πολύ άτακτος αλλά θα τόν στρώσω»)2. (αμτβ.) α) (για ενδύματα) εφαρμόζω καλά πάνω σε κάτι, έχω τέλεια εφαρμογή («αυτό το φόρεμα στρώνει πολύ καλά πάνω σου»)β) μτφ. αρχίζω να εισέρχομαι σε ομαλή, σε καλή λειτουργία, παύω να παρουσιάζω ανωμαλίες, ατέλειες ή, προκειμένου για πρόσ., αποβάλλω τις κακές συνήθειες που είχα (α. «από τότε που ήλθε έστρωσε η δουλειά» β. «έστρωσε πια το αυτοκίνητο» γ. «έστρωσε ο καιρός» — βελτιώθηκε ο καιρόςδ. «από τότε που γύρισε από τον στρατό, έστρωσε»)3. μέσ. στρώνομαια) ξαπλώνω, κατακλίνομαι, πέφτω για ύπνο («στρώθηκε καταγής και τό 'ρίξε στον ύπνο»)β) επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι, αφοσιώνομαι σε μια ασχολία (α. «όταν τέλειωσε το πανεπιστήμιο στρώθηκε στη δουλειά» β. «δεν πρόλαβε να έρθει και στρώθηκε στα χαρτιά»)γ) εγκαθίσταμαι αυθαίρετα σε έναν τόπο («ήλθε και μού στρώθηκε στο σπίτι»)4. φρ. α) «τόν έστρωσε στο ξύλο» — τόν έδειρε πολύ, τόν ξυλοφόρτωσεβ) «τόν έστρωσε στη δουλειά» — τόν υποχρέωσε, τόν ανάγκασε να δουλέψειγ) «τό 'στρωσαν στο φαΐ [ή στο κρασί ή στο τραγούδι]» — έστησαν μεγάλο, τρικούβερτο γλέντιδ) «στρώνω το τραπέζι» — ετοιμάζω το τραπέζι για φαγητό βάζοντας το τραπεζομάντιλο και τα απαραίτητα σκεύηε) «στρώθηκε φαρδύς πλατύς» — γλίστρησε και έπεσε καταγήςστ) «δουλειά στρωμένη» — επαγγελματική απασχόληση, ιδίως επιχείρηση ήδη δημιουργημένη, που αποδίδει καλά5. παροιμ. «όπως στρώσεις θα κοιμηθείς» — δηλώνει ότι ανάλογοι προς τους κόπους που καταβάλλει ο καθένας είναι και οι καρποί που θα δρέψει, ότι η επιτυχία ή η ευτυχία καθενός εξαρτάται από τις προσπάθειες που καταβάλλει ο ίδιοςαρχ.1. εξομαλύνω, ισοπεδώνω («ἐστόρεσαν δὲ θεὸς μεγακήτεα πόντον», Ομ. Οδ.)2. εξαπλώνω στο έδαφος, καταρρίπτω3. (αμτβ.) εκτείνομαι ώς ένα ορισμένο σημείο4. μτφ. καταβάλλω, υπερνικώ («χρυσοφόρων Μήδων στορέσας δύναμιν», Σιμων.).[ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαιότεροι τ. του συστήματος τού νεοελλ. ρ. στρώνω είναι, αναμφισβήτητα, ο ενεστ. στόρνυμι, ο αόρ. στορέσαι, ο παρακμ. ἔστρωμαι και το ρηματ. επίθ. στρωτός. Από το θ. τού παρακμ. ἔστρωμαι σχηματίστηκαν δευτερογενώς ο ενεστ. στρώννυμι και ο αόρ. ἔστρωσα (από όπου ο νεοελλ. τ. στρώνω κατά το σχήμα ἔφθασα: φθάνω, ἔχυσα: χύνω), ενώ από τον αόρ. στορεσαι ο ενεστ. στορέννυμι. Το σύστημα τού ρ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sterә- / *strē- / *ster- «απλώνω, εκτείνομαι, σκορπίζω, διασπείρω» (με δισύλλαβη και μονοσύλλαβη μορφή). Ο ενεστ. στόρ-ν-υμι, κατά την επικρατέστερη άποψη, εντάσσεται στην κατηγορία εκείνη των ενεστ. σε -νυ-μι, με έρρινο ένθημα -ν- και πρόσφυμα ῡ/υ (< IE *-n-eu-mi / *-n-u-mi) που παρουσιάζουν δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ο- (πρβλ. ὄρ-νυμι, θόρ-νυμι). Η σύνδεση τού ρήματος με το αρχ. ινδ. str-n-oti (με -ό- προερχόμενο από IE *-eu-) οδηγεί στο να υποτεθεί ότι το -ορ- ανάγεται σε συνεσταλμένη βαθμίδα, η αντιπροσώπευση όμως τού φωνηεντικού -r- ως –ορ δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στον αναμενόμενο φωνηεντισμό της ρίζας, όπως στα ρ. ἄρ-νυμαι, πτάρ-νυμαι. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο φωνηεντισμός –ορ έχει προέλθει από φωνητική ρύθμιση μακρού συλλαβικού ημιφώνου: r > ωρ > ορ (λόγω της παρουσίας λαρυγγικού φθόγγου στη ρίζα). Κατ' άλλη άποψη, το φωνήεν -ο- οφείλεται σε αναλογική επίδραση από τον φωνηεντισμό τού αόρ. στορέσαι, ο οποίος με τη σειρά του εμφανίζει φωνήεν -ο- που παρατηρείται και σε άλλους αορίστους (πρβλ. ὀλέσαι, κορέσαι, μολεῖν), όχι απαραίτητα υστερογενείς. Στις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, ωστόσο, οι ενεστωτικοί τ. παρουσιάζουν τον αναμενόμενο φωνηεντισμό -e- ή -α- αναγόμενο στην απαθή ή συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας αντίστοιχα: λατ. sterno, αρχ. ιρλδ. sernim, γοτθ. straujan, γερμ. streuen. Ο φωνηεντισμός τού αορ. στορέ-σαι θα μπορούσε να αναχθεί στη δισύλλαβη μορφή τής ρίζας *sterә-, με ετεροιωμένο το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν. Οι τ., εξάλλου, με φωνηεντισμό στρω- (πρβλ. στρωτός*, ἔστρωμαι, στρώμα*, στρωμνή*, στρώση*, στρωτήρ*, στρώτης*) ανάγονται επίσης στη δισύλλαβη μορφή τής ρίζας με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν. Στην ετεροιωμένη βαθμίδα, τέλος, τής μονοσύλλαβης μορφής τής ρίζας ανάγεται η λ. στόρ-νη*, στην απαθή βαθμίδα η λ. στέρ-νο(ν)* ενώ στη συνεσταλμένη η λ. στρă-τός*].
Dictionary of Greek. 2013.